Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λόγιος (επίθετο) - (παρόμοια:
λόγια
-
λόγος
)
Συνώνυμα
μορφωμένος
διανοούμενος
καλλιεργημένος
3
Αντώνυμα
αγράμματος
αμαθής
αδαής
3
Ορισμός
Αυτός που έχει μεγάλη μόρφωση και γνώσεις.
Αυτός που ασχολείται με τη λογοτεχνία ή τις επιστήμες.
Αυτός που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και ευγλωττία.
3
Παραδείγματα
Ο λόγιος συγγραφέας έγραψε πολλά βιβλία για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Στο συνέδριο συμμετείχαν πολλοί λόγιοι από διαφορετικούς κλάδους.
Η λόγια γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα.
3