1. Λέξη
    λόγιος (επίθετο) - (παρόμοια: λόγια - λόγος)
  2. Συνώνυμα
    • μορφωμένος
    • διανοούμενος
    • καλλιεργημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγράμματος
    • αμαθής
    • αδαής
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που έχει μεγάλη μόρφωση και γνώσεις.
    • Αυτός που ασχολείται με τη λογοτεχνία ή τις επιστήμες.
    • Αυτός που χαρακτηρίζεται από σοβαρότητα και ευγλωττία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο λόγιος συγγραφέας έγραψε πολλά βιβλία για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
    • Στο συνέδριο συμμετείχαν πολλοί λόγιοι από διαφορετικούς κλάδους.
    • Η λόγια γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα.
    3