1. Λέξη
    μάρκετ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μάρκες - μάρκετινγκ - μάρκι - μάρκα - μάρκος)
  2. Συνώνυμα
    • αγορά
    • παζάρι
    • εμπορικό κέντρο
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατάστημα
    • μαγαζί
    2
  4. Ορισμός
    • Μια δημόσια περιοχή όπου πραγματοποιείται η αγοραπωλησία αγαθών.
    • Ένας χώρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να αγοράσουν και να πουλήσουν προϊόντα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πήγα στο μάρκετ για να αγοράσω φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
    • Το τοπικό μάρκετ είναι γνωστό για τα βιολογικά προϊόντα του.
    2