Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μάρκετ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μάρκες
-
μάρκετινγκ
-
μάρκι
-
μάρκα
-
μάρκος
)
Συνώνυμα
αγορά
παζάρι
εμπορικό κέντρο
3
Αντώνυμα
κατάστημα
μαγαζί
2
Ορισμός
Μια δημόσια περιοχή όπου πραγματοποιείται η αγοραπωλησία αγαθών.
Ένας χώρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να αγοράσουν και να πουλήσουν προϊόντα.
2
Παραδείγματα
Πήγα στο μάρκετ για να αγοράσω φρέσκα φρούτα και λαχανικά.
Το τοπικό μάρκετ είναι γνωστό για τα βιολογικά προϊόντα του.
2