1. Λέξη
    μέλισσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μέλι)
  2. Συνώνυμα
    • μελισσοκόμος
    • αποικία μελισσών
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Έντομο που ανήκει στην οικογένεια των Apidae, γνωστό για την παραγωγή μέλιτος και κεριού.
    • Σύμβολο της εργατικότητας και της κοινωνικής οργάνωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μέλισσα συλλέγει γύρη από τα λουλούδια.
    • Οι μέλισσες ζουν σε κοινωνίες με αυστηρή ιεραρχία.
    2