Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μέλισσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μέλι
)
Συνώνυμα
μελισσοκόμος
αποικία μελισσών
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Έντομο που ανήκει στην οικογένεια των Apidae, γνωστό για την παραγωγή μέλιτος και κεριού.
Σύμβολο της εργατικότητας και της κοινωνικής οργάνωσης.
2
Παραδείγματα
Η μέλισσα συλλέγει γύρη από τα λουλούδια.
Οι μέλισσες ζουν σε κοινωνίες με αυστηρή ιεραρχία.
2