Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μέρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μέρα
)
Συνώνυμα
κομμάτι
τμήμα
στοιχείο
3
Αντώνυμα
ολότητα
σύνολο
2
Ορισμός
Ένα συστατικό ή στοιχείο ενός μεγαλύτερου συνόλου.
Μια περιοχή ή χώρος.
Ένα ρόλος ή συμμετοχή σε κάτι.
3
Παραδείγματα
Αυτό το μέρος της πόλης είναι πολύ γραφικό.
Πήρε μέρος στη συζήτηση με ενθουσιασμό.
Χρειάζομαι ένα μέρος για να ξεκουραστώ.
3