Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μίσος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μίσι
-
ίσος
)
Συνώνυμα
έχθρα
απέχθεια
δυσαρέσκεια
3
Αντώνυμα
αγάπη
φιλία
συμπάθεια
3
Ορισμός
Έντονη αρνητική συναισθηματική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι.
Η έλλειψη αγάπης ή συμπάθειας.
2
Παραδείγματα
Το μίσος του για τον πρώην φίλο του ήταν εμφανές.
Η πολιτική της μπορεί να προκαλέσει μίσος ανάμεσα στους πολίτες.
2