1. Λέξη
    μαγνητόφωνο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαγνητικά - μαγνητικός)
  2. Συνώνυμα
    • ηχογράφος
    • κασετόφωνο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή που καταγράφει και αναπαράγει ήχο με τη χρήση μαγνητικής ταινίας.
    • Μια συσκευή που χρησιμοποιείται για την ηχογράφηση και την αναπαραγωγή φωνής ή μουσικής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μαγνητόφωνο ήταν πολύ δημοφιλές τη δεκαετία του 1980.
    • Χρησιμοποίησα το μαγνητόφωνο για να ηχογραφήσω τη συνέντευξη.
    2