1. Λέξη
    μαλακισμένη (επίθετο) - (παρόμοια: μαλακά)
  2. Συνώνυμα
    • ηλίθιος
    • βλάκας
    • ανόητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • έξυπνος
    • ευφυής
    • σοφός
    3
  4. Ορισμός
    • Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη νοημοσύνης ή κρίσης.
    • Που δείχνει έλλειψη σοβαρότητας ή ωριμότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτός ο μαλακισμένος πήγε στο πάρτυ χωρίς να καλέσει πρώτα.
    • Μην είσαι τόσο μαλακισμένη και σκέψου λίγο πριν μιλήσεις.
    2