Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαλακισμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
μαλακά
)
Συνώνυμα
ηλίθιος
βλάκας
ανόητος
3
Αντώνυμα
έξυπνος
ευφυής
σοφός
3
Ορισμός
Που χαρακτηρίζεται από έλλειψη νοημοσύνης ή κρίσης.
Που δείχνει έλλειψη σοβαρότητας ή ωριμότητας.
2
Παραδείγματα
Αυτός ο μαλακισμένος πήγε στο πάρτυ χωρίς να καλέσει πρώτα.
Μην είσαι τόσο μαλακισμένη και σκέψου λίγο πριν μιλήσεις.
2