Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μείνει (ρήμα) - (παρόμοια:
μείνω
)
Συνώνυμα
παραμείνει
διαμένει
μένω
3
Αντώνυμα
φύγει
αποχωρήσει
εγκαταλείψει
3
Ορισμός
να παραμείνει σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση
να μην αλλάξει θέση ή κατάσταση
να συνεχίσει να υπάρχει ή να είναι παρόν
3
Παραδείγματα
Θα μείνει στο σπίτι του φίλου του για λίγες μέρες.
Η εικόνα μείνει ζωντανή στη μνήμη μου.
Πρέπει να μείνει ήσυχος όταν του μιλάει ο δάσκαλος.
3