Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεγαλύτερος (επίθετο) - (παρόμοια:
καλύτερος
-
μεγαλοπόδαρος
)
Συνώνυμα
μεγαλοπρεπής
μεγαλειώδης
εξαιρετικός
3
Αντώνυμα
μικρότερος
λιγότερος
σμικρός
3
Ορισμός
που ξεπερνά σε μέγεθος, ποσότητα ή σημασία κάτι άλλο
που έχει μεγαλύτερη ηλικία ή εμπειρία
που χαρακτηρίζεται από σημαντικότητα ή επιρροή
3
Παραδείγματα
Ο μεγαλύτερος αδελφός μου είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερος από μένα.
Αυτή η εταιρεία έχει μεγαλύτερη μερίδα αγοράς από τους ανταγωνιστές της.
Ο Πρόεδρος έδωσε μια μεγαλύτερη σημασία στο θέμα της εκπαίδευσης.
3