1. Λέξη
    μεγαλύτερος (επίθετο) - (παρόμοια: καλύτερος - μεγαλοπόδαρος)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλοπρεπής
    • μεγαλειώδης
    • εξαιρετικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • μικρότερος
    • λιγότερος
    • σμικρός
    3
  4. Ορισμός
    • που ξεπερνά σε μέγεθος, ποσότητα ή σημασία κάτι άλλο
    • που έχει μεγαλύτερη ηλικία ή εμπειρία
    • που χαρακτηρίζεται από σημαντικότητα ή επιρροή
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μεγαλύτερος αδελφός μου είναι πέντε χρόνια μεγαλύτερος από μένα.
    • Αυτή η εταιρεία έχει μεγαλύτερη μερίδα αγοράς από τους ανταγωνιστές της.
    • Ο Πρόεδρος έδωσε μια μεγαλύτερη σημασία στο θέμα της εκπαίδευσης.
    3