Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετάνοια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
άνοια
)
Συνώνυμα
μεταμέλεια
τανίαση
λύπη
3
Αντώνυμα
αμετανοησία
επιμονή
πείσμα
3
Ορισμός
Η αλλαγή της σκέψης ή της γνώμης κάποιου, συνήθως σε σχέση με κάτι που έκανε στο παρελθόν και που τώρα το μετανιώνει.
Η θρησκευτική έννοια της μεταστροφής από την αμαρτία και της επιστροφής στον Θεό.
2
Παραδείγματα
Η μετάνοια για τα λάθη του παρελθόντος τον οδήγησε σε μια νέα ζωή.
Μετά την ομολογία του, ένιωσε βαθιά μετάνοια για τις πράξεις του.
2