1. Λέξη
    μεταβλητή (επίθετο) - (παρόμοια: μεταβολή)
  2. Συνώνυμα
    • ετερογενής
    • αλλαζόμενη
    • ποικίλη
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερή
    • αμετάβλητη
    • μονοτονική
    3
  4. Ορισμός
    • που μπορεί να αλλάξει ή να διαφοροποιηθεί
    • που χαρακτηρίζεται από αλλαγές ή διακυμάνσεις
    • που δεν παραμένει το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η μεταβλητή καιρική κατάσταση δυσκόλεψε τα ταξίδια μας.
    • Οι μεταβλητές συνθήκες εργασίας απαιτούν προσαρμοστικότητα.
    • Η τιμή του προϊόντος είναι μεταβλητή ανάλογα με την περίοδο.
    3