Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταβλητή (επίθετο) - (παρόμοια:
μεταβολή
)
Συνώνυμα
ετερογενής
αλλαζόμενη
ποικίλη
3
Αντώνυμα
σταθερή
αμετάβλητη
μονοτονική
3
Ορισμός
που μπορεί να αλλάξει ή να διαφοροποιηθεί
που χαρακτηρίζεται από αλλαγές ή διακυμάνσεις
που δεν παραμένει το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις
3
Παραδείγματα
Η μεταβλητή καιρική κατάσταση δυσκόλεψε τα ταξίδια μας.
Οι μεταβλητές συνθήκες εργασίας απαιτούν προσαρμοστικότητα.
Η τιμή του προϊόντος είναι μεταβλητή ανάλογα με την περίοδο.
3