1. Λέξη
    μεταμέλεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αμέλεια)
  2. Συνώνυμα
    • μετάνοια
    • τανίαση
    • λύπη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ικανοποίηση
    • ευχαρίστηση
    • αδιαφορία
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της θλίψης ή της απογοήτευσης για κάτι που έκανες ή δεν έκανες.
    • Η μετάνιωση για μια πράξη ή απόφαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ένιωσε βαθιά μεταμέλεια για τα λόγια που είπε στη στιγμή της οργής.
    • Η μεταμέλεια τον κυρίευσε αφού συνειδητοποίησε τις συνέπειες των πράξεών του.
    2