Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταμέλεια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αμέλεια
)
Συνώνυμα
μετάνοια
τανίαση
λύπη
3
Αντώνυμα
ικανοποίηση
ευχαρίστηση
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η αίσθηση της θλίψης ή της απογοήτευσης για κάτι που έκανες ή δεν έκανες.
Η μετάνιωση για μια πράξη ή απόφαση.
2
Παραδείγματα
Ένιωσε βαθιά μεταμέλεια για τα λόγια που είπε στη στιγμή της οργής.
Η μεταμέλεια τον κυρίευσε αφού συνειδητοποίησε τις συνέπειες των πράξεών του.
2