Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταρρύθμιση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μετακόμιση
-
ρύθμιση
)
Συνώνυμα
μετατροπή
αναμόρφωση
ανασυγκρότηση
βελτίωση
4
Αντώνυμα
στασιμότητα
αμεταβλητότητα
παραμονή
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αλλαγής κάποιου συστήματος, θεσμού ή κατάστασης με σκοπό τη βελτίωσή του.
Οι αλλαγές που εφαρμόζονται σε ένα θεσμό ή σύστημα για να γίνει πιο αποτελεσματικό ή σύγχρονο.
2
Παραδείγματα
Η κυβέρνηση προχώρησε σε μεγάλης κλίμακας μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας βοήθησαν στη μείωση της ανεργίας.
2