1. Λέξη
    μικροκλοπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μικροκύμα - μικρού - μικροκύματα)
  2. Συνώνυμα
    • κλοπή
    • κλέψιμο
    • αρπαγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • δωρεά
    • χάρισμα
    • επιχορήγηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της κλοπής μικρής αξίας ή σημασίας.
    • Η αφαίρεση κάποιου αντικειμένου χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη, συνήθως σε μικρή κλίμακα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μικροκλοπή από τα μαγαζιά είναι συχνό φαινόμενο κατά τις διακοπές.
    • Κατηγορήθηκε για μικροκλοπή αφού πήρε ένα σοκολατάκι χωρίς να το πληρώσει.
    2