Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μιλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
μιλάτε
-
μιλώ
)
Συνώνυμα
ομιλώ
συνομιλώ
λαλώ
3
Αντώνυμα
σιωπώ
βουβαίνομαι
2
Ορισμός
Εκφράζω λόγια ή ήχους για να επικοινωνήσω με κάποιον.
Συζητώ ή συνομιλώ με κάποιον για ένα θέμα.
2
Παραδείγματα
Μιλάω με τη φίλη μου στο τηλέφωνο.
Ο δάσκαλος μιλάει για την ιστορία της Ελλάδας.
2