Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μιλιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μιλώ
)
Συνώνυμα
συζήτηση
κουβέντα
ομιλία
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Η ενέργεια του να μιλάς με κάποιον ή να συζητάς.
Μια ανεπίσημη συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.
2
Παραδείγματα
Είχαμε μια ωραία μιλιά στο καφέ.
Η μιλιά τους κράτησε ώρες.
2