Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοιάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μοιάζω
-
μοιάζει
)
Συνώνυμα
ομοιάζω
έχω ομοιότητα
παραπέμπω
3
Αντώνυμα
διαφέρω
αντιτίθεμαι
εναντιώνομαι
3
Ορισμός
Έχω ομοιότητα με κάποιον ή κάτι.
Φαίνομαι παρόμοιος ή σχετικός με κάποιον ή κάτι.
Εκφράζω μια ομοιότητα ή αναλογία.
3
Παραδείγματα
Ο γιος μοιάζει πολύ με τον πατέρα του.
Αυτό το πράγμα μοιάζει με ένα παλιό ρολόι.
Η συμπεριφορά της μοιάζει με αυτή ενός παιδιού.
3