Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μονόλογος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπόλογος
)
Συνώνυμα
ομιλία
αφήγηση
λόγος
3
Αντώνυμα
διάλογος
συνομιλία
2
Ορισμός
Μια ομιλία που εκφωνείται από ένα άτομο, χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένο ή να περιμένει απάντηση.
Στο θέατρο, η ομιλία ενός ηθοποιού που μιλάει μόνος του, αποκαλύπτοντας τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του στο κοινό.
2
Παραδείγματα
Ο ηθοποιός έδωσε ένα συγκινητικό μονόλογο στο τέλος της παράστασης.
Ο μονόλογός του στην τάξη ήταν τόσο ενδιαφέρων που όλοι τον άκουγαν με προσοχή.
2