1. Λέξη
    μονόλογος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υπόλογος)
  2. Συνώνυμα
    • ομιλία
    • αφήγηση
    • λόγος
    3
  3. Αντώνυμα
    • διάλογος
    • συνομιλία
    2
  4. Ορισμός
    • Μια ομιλία που εκφωνείται από ένα άτομο, χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένο ή να περιμένει απάντηση.
    • Στο θέατρο, η ομιλία ενός ηθοποιού που μιλάει μόνος του, αποκαλύπτοντας τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του στο κοινό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηθοποιός έδωσε ένα συγκινητικό μονόλογο στο τέλος της παράστασης.
    • Ο μονόλογός του στην τάξη ήταν τόσο ενδιαφέρων που όλοι τον άκουγαν με προσοχή.
    2