Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μουγκός (επίθετο) - (παρόμοια:
μουγγός
-
μουσικός
)
Συνώνυμα
σιωπηλός
άλαλος
βουβός
3
Αντώνυμα
ομιλητικός
φλύαρος
ομιλών
3
Ορισμός
Αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει ή δεν μιλάει.
Αυτός που χαρακτηρίζεται από σιωπή ή έλλειψη επικοινωνίας.
2
Παραδείγματα
Ο μουγκός άνδρας δεν μπορούσε να εκφράσει τα συναισθήματά του.
Μετά το τραυματικό γεγονός, έμεινε μουγκός για πολλούς μήνες.
2