Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοχθηρά (επίρρημα) - (παρόμοια:
μοχθηρός
)
Συνώνυμα
κακώς
πονηρά
φαύλα
3
Αντώνυμα
καλοπροαίρετα
αγαθά
φιλικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει κακία ή δυσάρεστη διάθεση.
Με τρόπο που προκαλεί δυσφορία ή δυσαρέσκεια.
2
Παραδείγματα
Με κοίταξε μοχθηρά και ένιωσα άσχημα.
Μίλησε μοχθηρά χωρίς λόγο.
2