1. Λέξη
    μπάλωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπάλα - μπάλκι)
  2. Συνώνυμα
    • επιδιόρθωση
    • επισκευή
    • κατασκευή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζημιά
    • καταστροφή
    • βλάβη
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπαλώνω, δηλαδή της επισκευής ή της αποκατάστασης κάτι που έχει χαλάσει.
    • Κάτι που χρησιμοποιείται για να καλύψει ή να επισκευάσει μια ζημιά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έκανε ένα μπάλωμα στο παλιό του παπούτσι.
    • Το μπάλωμα στον τοίχο ήταν προσωρινό.
    2