Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπάλωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπάλα
-
μπάλκι
)
Συνώνυμα
επιδιόρθωση
επισκευή
κατασκευή
3
Αντώνυμα
ζημιά
καταστροφή
βλάβη
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπαλώνω, δηλαδή της επισκευής ή της αποκατάστασης κάτι που έχει χαλάσει.
Κάτι που χρησιμοποιείται για να καλύψει ή να επισκευάσει μια ζημιά.
2
Παραδείγματα
Έκανε ένα μπάλωμα στο παλιό του παπούτσι.
Το μπάλωμα στον τοίχο ήταν προσωρινό.
2