Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπορντό (επίθετο) - (παρόμοια:
μπορώ
-
μπορεί
)
Συνώνυμα
σκούρο κόκκινο
βαθύ κόκκινο
πορφυρό
3
Αντώνυμα
ανοιχτό κόκκινο
ανοιχτό ροζ
λευκό
3
Ορισμός
Χρώμα που είναι ένα σκούρο κόκκινο με μωβ απόχρωση.
Περιγράφει κάτι που έχει το χρώμα μπορντό.
2
Παραδείγματα
Η φορεσιά της ήταν μπορντό, κάτι που της έδινε μια πολύ κομψή εμφάνιση.
Ο τοίχος του σαλονιού είχε βαφτεί σε μπορντό απόχρωση.
2