1. Λέξη
    μπουτίκ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μπουκ - μπουθ - μπουζί)
  2. Συνώνυμα
    • κατάστημα
    • μαγαζί
    • εμπορικό κατάστημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • παζάρι
    • λαϊκή αγορά
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα μικρό κατάστημα που πουλάει ρούχα, αξεσουάρ ή άλλα είδη μόδας.
    • Ένα εμπορικό κατάστημα που ειδικεύεται σε συγκεκριμένο είδος προϊόντων, συχνά με υψηλή ποιότητα ή μοναδικό σχέδιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νέα μπουτίκ στο κέντρο της πόλης πουλάει πολύ κομψά φορέματα.
    • Αγόρασα αυτό το ωραίο σακάκι από μια μπουτίκ στη Μύκονο.
    2