Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπουφές (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μπουφάν
-
μπουκ
-
μπουθ
-
μπουζί
)
Συνώνυμα
μπουφές
μπουφέ
μπουφέδες
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
ένα είδος επίπλου που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση πιάτων, ποτηριών και άλλων αντικειμένων
ένα μικρό τραπέζι με ράφια ή ντουλάπια για την τοποθέτηση αντικειμένων
2
Παραδείγματα
Η μαμά έβαλε τα πιάτα στο μπουφές.
Ο μπουφές στο σαλόνι είναι γεμάτος με βιβλία και διακοσμητικά αντικείμενα.
2