Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μυρίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
μυρίζω
-
γυρίσω
)
Συνώνυμα
οσμίζομαι
αισθάνομαι
μυροσύνομαι
3
Αντώνυμα
δεν μυρίζω
δεν αισθάνομαι
2
Ορισμός
Αισθάνομαι μια οσμή με τη μύτη μου.
Εκπέμπω μια οσμή.
2
Παραδείγματα
Μυρίζω τα λουλούδια στον κήπο.
Μυρίζει ωραία το φαγητό που μαγειρεύεται.
2