1. Λέξη
    μυρίσω (ρήμα) - (παρόμοια: μυρίζω - γυρίσω)
  2. Συνώνυμα
    • οσμίζομαι
    • αισθάνομαι
    • μυροσύνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • δεν μυρίζω
    • δεν αισθάνομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Αισθάνομαι μια οσμή με τη μύτη μου.
    • Εκπέμπω μια οσμή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μυρίζω τα λουλούδια στον κήπο.
    • Μυρίζει ωραία το φαγητό που μαγειρεύεται.
    2