1. Λέξη
    μυστικοπαθής (επίθετο) - (παρόμοια: μυστικό - μυστικός)
  2. Συνώνυμα
    • κρυψίνους
    • απόκρυφος
    • μυστηριώδης
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρινής
    • απλός
    • ανοικτός
    3
  4. Ορισμός
    • Που αποκαλύπτει με δυσκολία τα συναισθήματά του ή τις σκέψεις του.
    • Που χαρακτηρίζεται από μυστικότητα ή απόκρυφα στοιχεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μυστικοπαθής άνθρωπος δυσκολεύεται να εκφράσει τα συναισθήματά του.
    • Η μυστικοπαθής συμπεριφορά του έκανε τους γύρω του να τον υποπτευθούν.
    2