Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεκροφόρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
νεκροψία
)
Συνώνυμα
νεκροφόρο όχημα
αυτοκίνητο νεκρών
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά νεκρών, συνήθως σε νεκροταφείο ή κρεματόριο.
Ειδικό όχημα σχεδιασμένο για τη μεταφορά σορών.
2
Παραδείγματα
Η νεκροφόρα έφτασε στο νεκροταφείο για την κηδεία.
Οι συγγενείς ακολούθησαν τη νεκροφόρα μέχρι τον τάφο.
2