1. Λέξη
    νεκροφόρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: νεκροψία)
  2. Συνώνυμα
    • νεκροφόρο όχημα
    • αυτοκίνητο νεκρών
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Όχημα που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά νεκρών, συνήθως σε νεκροταφείο ή κρεματόριο.
    • Ειδικό όχημα σχεδιασμένο για τη μεταφορά σορών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νεκροφόρα έφτασε στο νεκροταφείο για την κηδεία.
    • Οι συγγενείς ακολούθησαν τη νεκροφόρα μέχρι τον τάφο.
    2