Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νευριασμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
νευριασμένος
)
Συνώνυμα
εκνευρισμένη
θυμωμένη
οργισμένη
3
Αντώνυμα
ήρεμη
χαλαρή
γλυκιά
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση έντονης δυσαρέσκειας ή θυμού.
Που δείχνει έντονη ενοχλητική συμπεριφορά ή αντίδραση.
2
Παραδείγματα
Η νευριασμένη γυναίκα έσπασε το πιάτο στο πάτωμα.
Ο δάσκαλος ήταν νευριασμένος με τους μαθητές που δεν έκαναν τις εργασίες τους.
2