1. Λέξη
    νηοπομπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πομπή)
  2. Συνώνυμα
    • παρέλαση
    • πομπή
    • διαδρομή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακινησία
    • στασιμότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Μια οργανωμένη πορεία ή παρέλαση, συνήθως με συμμετέχοντες που κινούνται σε μια συγκεκριμένη σειρά.
    • Μια διαδικασία κίνησης ή μετακίνησης σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η νηοπομπή των ιστιοφόρων ήταν εντυπωσιακή καθώς περνούσαν μπροστά από το λιμάνι.
    • Κάθε χρόνο διοργανώνεται μια νηοπομπή για να γιορτάσουν την επέτειο της πόλης.
    2