Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναγεννώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναγίνω
-
Ξαναγίνω
)
Συνώνυμα
αναγεννώ
ανανεώνω
αναζωογονώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
τελειώνω
αποδυναμώνω
3
Ορισμός
1. Γεννώ ξανά, δίνω νέα ζωή ή ενέργεια σε κάποιον ή κάτι.
2. Ανανεώνω ή αναζωογονώ κάποιον ή κάτι, δίνοντάς του νέα δύναμη ή ζωντάνια.
2
Παραδείγματα
Η αγάπη μπορεί να ξαναγεννήσει μια σχέση που φαινόταν χαμένη.
Ο καινούριος προπονητής κατάφερε να ξαναγεννήσει το πνεύμα της ομάδας.
2