Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξανανιώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναδώσω
-
ξαναζήσω
)
Συνώνυμα
αισθάνομαι ξανά
επανέρχομαι συναισθηματικά
2
Αντώνυμα
ξεχνώ
απαλγώ
2
Ορισμός
Να νιώσω κάτι ξανά, να βιώσω εκ νέου ένα συναίσθημα.
Να επαναφέρω ένα συναίσθημα που είχα στο παρελθόν.
2
Παραδείγματα
Μετά από τόσα χρόνια, ξανανίωσα την ίδια χαρά όταν τον είδα.
Δεν θέλω να ξανανιώσω τον πόνο της απώλειας.
2