Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξανασκέφτομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
σκέφτομαι
-
ξαναγίνομαι
-
ξαναέρχομαι
)
Συνώνυμα
επανεξετάζω
αναθεωρώ
επαναλαμβάνω τη σκέψη
3
Αντώνυμα
επιβεβαιώνω
διατηρώ την άποψή μου
εμμένω
3
Ορισμός
Να σκέφτομαι ξανά κάτι, συνήθως με σκοπό να αλλάξω γνώμη ή να βελτιώσω μια απόφαση.
Να επανεξετάζω μια ιδέα ή μια απόφαση πριν την τελικοποιήσω.
2
Παραδείγματα
Έπρεπε να ξανασκεφτώ την απόφασή μου πριν την οριστικοποιήσω.
Μετά τη συζήτηση, αποφάσισα να ξανασκεφτώ το σχέδιό μου.
2