Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεπούλημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πούλημα
)
Συνώνυμα
πώληση
εκποίηση
ξεπούλημα
3
Αντώνυμα
αγορά
απόκτηση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πουλάω κάτι, ιδίως με γρήγορο ή ευνοϊκό τρόπο.
Η πώληση αγαθών σε μεγάλες ποσότητες ή με έκπτωση.
2
Παραδείγματα
Το ξεπούλημα των εισιτηρίων για τη συναυλία ολοκληρώθηκε σε λίγες ώρες.
Η εταιρεία προχώρησε σε ξεπούλημα των αποθεμάτων της πριν από το κλείσιμο.
2