1. Λέξη
    ξεπούλημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πούλημα)
  2. Συνώνυμα
    • πώληση
    • εκποίηση
    • ξεπούλημα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγορά
    • απόκτηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πουλάω κάτι, ιδίως με γρήγορο ή ευνοϊκό τρόπο.
    • Η πώληση αγαθών σε μεγάλες ποσότητες ή με έκπτωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ξεπούλημα των εισιτηρίων για τη συναυλία ολοκληρώθηκε σε λίγες ώρες.
    • Η εταιρεία προχώρησε σε ξεπούλημα των αποθεμάτων της πριν από το κλείσιμο.
    2