Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξετρυπώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
τρυπώνω
)
Συνώνυμα
ξετυλίγω
ξεμπερδεύω
ξεμπλοκάρω
3
Αντώνυμα
μπλέκω
μπερδεύω
πλέκω
3
Ορισμός
Ελευθερώνω κάτι ή κάποιον από μια περίπλοκη ή δύσκολη κατάσταση.
Αποκαθιστώ την τάξη ή την ομαλότητα σε μια κατάσταση που ήταν μπερδεμένη.
2
Παραδείγματα
Μετά από ώρες προσπάθειας, κατάφερα να ξετρυπώσω τα νήματα από το κουβάρι.
Ο δικηγόρος βοήθησε να ξετρυπωθούν οι νομικές διαφορές μεταξύ των δύο μερών.
2