1. Λέξη
    ξετρυπώνω (ρήμα) - (παρόμοια: τρυπώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ξετυλίγω
    • ξεμπερδεύω
    • ξεμπλοκάρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μπλέκω
    • μπερδεύω
    • πλέκω
    3
  4. Ορισμός
    • Ελευθερώνω κάτι ή κάποιον από μια περίπλοκη ή δύσκολη κατάσταση.
    • Αποκαθιστώ την τάξη ή την ομαλότητα σε μια κατάσταση που ήταν μπερδεμένη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από ώρες προσπάθειας, κατάφερα να ξετρυπώσω τα νήματα από το κουβάρι.
    • Ο δικηγόρος βοήθησε να ξετρυπωθούν οι νομικές διαφορές μεταξύ των δύο μερών.
    2