Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεφορτωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφορτώνω
-
ξεφορτώνομαι
)
Συνώνυμα
απαλλάσσω
απαλαγή
ξεμπερδεύω
3
Αντώνυμα
φορτώνω
επιβαρύνω
επιφορτίζω
3
Ορισμός
Να απαλλαγεί κάποιος από κάτι που τον βαραίνει ή τον ενοχλεί.
Να απομακρύνει κάτι που δεν θέλει ή δεν χρειάζεται πλέον.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να ξεφορτωθούμε τα παλιά έπιπλα για να κάνουμε χώρο.
Μετά από μια κουραστική μέρα, ήθελα να ξεφορτωθώ όλες τις υποχρεώσεις και να χαλαρώσω.
2