1. Λέξη
    ξεφορτωθώ (ρήμα) - (παρόμοια: ξεφορτώνω - ξεφορτώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • απαλλάσσω
    • απαλαγή
    • ξεμπερδεύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φορτώνω
    • επιβαρύνω
    • επιφορτίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να απαλλαγεί κάποιος από κάτι που τον βαραίνει ή τον ενοχλεί.
    • Να απομακρύνει κάτι που δεν θέλει ή δεν χρειάζεται πλέον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ξεφορτωθούμε τα παλιά έπιπλα για να κάνουμε χώρο.
    • Μετά από μια κουραστική μέρα, ήθελα να ξεφορτωθώ όλες τις υποχρεώσεις και να χαλαρώσω.
    2