Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξυλουργός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υπουργός
)
Συνώνυμα
ξυλόγλυπτος
ξυλοκόπος
ξυλουργός
ξυλοτεχνίτης
4
Αντώνυμα
μηχανικός
ηλεκτρολόγος
μεταλλουργός
3
Ορισμός
Επαγγελματίας που εργάζεται με ξύλο, κατασκευάζοντας ή επισκευάζοντας αντικείμενα.
Πρόσωπο που έχει ειδικές γνώσεις και δεξιότητες στην ξυλουργική.
2
Παραδείγματα
Ο ξυλουργός έφτιαξε μια όμορφη ντουλάπα από βελανιδιά.
Χρειάζομαι έναν ξυλουργό για να φτιάξει τα πατώματα του σπιτιού μου.
2