Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ονειρεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
λατρεμένος
)
Συνώνυμα
οραματισμένος
φαντασμένος
μαγεμένος
3
Αντώνυμα
ρεαλιστικός
πρακτικός
ξύπνιος
3
Ορισμός
Αυτός που ζει σε έναν κόσμο φαντασίας ή ονείρων.
Αυτός που έχει χαθεί στις σκέψεις ή τις επιθυμίες του.
Αυτός που δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πλήρως την πραγματικότητα.
3
Παραδείγματα
Ο νεαρός ζωγράφος ήταν πάντα ονειρεμένος, ζώντας στον δικό του φανταστικό κόσμο.
Με ονειρεμένο βλέμμα κοιτούσε τον ωκεανό, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου.
Η ονειρεμένη της έκφραση έδειχνε ότι η σκέψη της ήταν κάπου αλλού.
3