1. Λέξη
    ονειρεμένος (επίθετο) - (παρόμοια: λατρεμένος)
  2. Συνώνυμα
    • οραματισμένος
    • φαντασμένος
    • μαγεμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ρεαλιστικός
    • πρακτικός
    • ξύπνιος
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που ζει σε έναν κόσμο φαντασίας ή ονείρων.
    • Αυτός που έχει χαθεί στις σκέψεις ή τις επιθυμίες του.
    • Αυτός που δείχνει να μην αντιλαμβάνεται πλήρως την πραγματικότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο νεαρός ζωγράφος ήταν πάντα ονειρεμένος, ζώντας στον δικό του φανταστικό κόσμο.
    • Με ονειρεμένο βλέμμα κοιτούσε τον ωκεανό, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου.
    • Η ονειρεμένη της έκφραση έδειχνε ότι η σκέψη της ήταν κάπου αλλού.
    3