1. Λέξη
    οπισθοχωρώ (ρήμα) - (παρόμοια: οπισθοχώρηση)
  2. Συνώνυμα
    • υποχωρώ
    • οπισθοδρομώ
    • αποσύρομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • προχωρώ
    • προελαύνω
    • εφορμώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να κινούμαι προς τα πίσω, να υποχωρώ.
    • Να αποσύρομαι από μια θέση ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο στρατός αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει λόγω της έντονης πίεσης του εχθρού.
    • Μετά την αντιπαράθεση, οπισθοχώρησε από την αρχική του θέση.
    2