Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορατός (επίθετο) - (παρόμοια:
ορατότητα
-
στρατός
)
Συνώνυμα
ορατός
ορατός
ορατός
ορατός
ορατός
5
Αντώνυμα
αόρατος
αόρατος
αόρατος
αόρατος
αόρατος
5
Ορισμός
που μπορεί να γίνει αντιληπτός με την όραση
που είναι εμφανής ή προφανής
που μπορεί να δει κανείς
που είναι ευδιάκριτος
που είναι ορατός με το μάτι
5
Παραδείγματα
Το φως του φανού είναι ορατό από μακριά.
Η διαφορά είναι ορατή μετά από προσεκτική εξέταση.
Τα αστέρια είναι ορατά τη νύχτα.
Η βελτίωση στην ποιότητα είναι ορατή.
Ο ουρανός ήταν καθαρός και τα βουνά ήταν ορατά.
5