Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ουλή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βουλή
)
Συνώνυμα
σημάδι
τραύμα
πληγή
3
Αντώνυμα
άδεια επιφάνεια
αψεγάδιαστη επιφάνεια
2
Ορισμός
Το σημάδι που μένει στο δέρμα μετά από πληγή ή τραύμα.
Μεταφορικά, κάτι που παραμένει ως απόδειξη ή υπενθύμιση ενός γεγονότος ή μιας εμπειρίας.
2
Παραδείγματα
Η ουλή στο χέρι του τον θύμιζε το ατύχημα.
Η ουλή της καρδιάς του δεν θα κλείσει ποτέ.
2