Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ουρανίσκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ουρανός
)
Συνώνυμα
ουρανός
ουρανόθυρα
ουρανόπετρα
3
Αντώνυμα
γη
χθόνιος
κάτω κόσμος
3
Ορισμός
Το μικρό τμήμα του ουρανού που φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο.
Το ανώτερο τμήμα του στόματος, που αποτελείται από τον σκληρό και μαλακό ουρανίσκο.
2
Παραδείγματα
Ο ουρανίσκος ήταν γεμάτος αστέρια τη νύχτα.
Ο γιατρός εξέτασε τον ουρανίσκο του ασθενούς για τυχόν φλεγμονή.
2