1. Λέξη
    ουρανίσκος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ουρανός)
  2. Συνώνυμα
    • ουρανός
    • ουρανόθυρα
    • ουρανόπετρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • γη
    • χθόνιος
    • κάτω κόσμος
    3
  4. Ορισμός
    • Το μικρό τμήμα του ουρανού που φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο.
    • Το ανώτερο τμήμα του στόματος, που αποτελείται από τον σκληρό και μαλακό ουρανίσκο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ουρανίσκος ήταν γεμάτος αστέρια τη νύχτα.
    • Ο γιατρός εξέτασε τον ουρανίσκο του ασθενούς για τυχόν φλεγμονή.
    2