1. Λέξη
    οχυρό (ουσιαστικό)
  2. Συνώνυμα
    • φρούριο
    • προπύργιο
    • οχύρωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοικτός χώρος
    • απροστάτευτος χώρος
    2
  4. Ορισμός
    • Μια κατασκευή ή θέση που έχει οχυρωθεί για να αντισταθεί σε επίθεση.
    • Ένας χώρος που είναι προστατευμένος και δύσκολος να κατακτηθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το οχυρό βρισκόταν στην κορυφή του λόφου, προσφέροντας εξαιρετική θέα σε όλη την περιοχή.
    • Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το οχυρό χρησίμευσε ως κύρια γραμμή άμυνας.
    2