Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πίσσα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πίσω
)
Συνώνυμα
ασφάλτι
κολλητική ουσία
2
Αντώνυμα
νερό
αέρας
2
Ορισμός
Μαύρη, κολλώδης ουσία που προέρχεται από την απόσταξη του πίτου ή του άνθρακα και χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση ή ως υλικό επικάλυψης.
Οποιαδήποτε παχύρρευστη, μαύρη ουσία που μοιάζει με πίσσα.
2
Παραδείγματα
Οι δρόμοι καλύφθηκαν με πίσσα για να γίνουν πιο ανθεκτικοί.
Τα παπούτσια του ήταν γεμάτα πίσσα από το περπάτημα στον νέο δρόμο.
2