Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πίτα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πίστα
-
πίτσα
)
Συνώνυμα
κουλούρι
ρολό
σάντουιτς
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια επίπεδη, συνήθως στρογγυλή σνακ ή γεύμα που μπορεί να περιέχει διάφορες γέμισεις, όπως κρέας, λαχανικά ή τυρί.
Ένα είδος ψωμιού ή ζύμης που μπορεί να σερβιριστεί ως κύριο πιάτο ή ως σνακ.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά έφτιαξε μια νόστιμη πίτα με σπανάκι και τυρί.
Στο πανηγύρι αγόρασα μια πίτα γύρο με χοιρινό και τζατζίκι.
2