Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παίκτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παίκτης
)
Συνώνυμα
αθλήτρια
συμμέτοχος
παιχνιδοποιός
3
Αντώνυμα
θεατής
αναγνώστρια
παρατηρητής
3
Ορισμός
Γυναίκα που συμμετέχει σε ένα παιχνίδι ή άθλημα.
Γυναίκα που εμπλέκεται σε μια δραστηριότητα με κανόνες και στόχους.
2
Παραδείγματα
Η παίκτρια σκόραρε το νικητήριο γκολ.
Κάθε παίκτρια πρέπει να γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού.
2