1. Λέξη
    παίκτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παίκτης)
  2. Συνώνυμα
    • αθλήτρια
    • συμμέτοχος
    • παιχνιδοποιός
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεατής
    • αναγνώστρια
    • παρατηρητής
    3
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που συμμετέχει σε ένα παιχνίδι ή άθλημα.
    • Γυναίκα που εμπλέκεται σε μια δραστηριότητα με κανόνες και στόχους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η παίκτρια σκόραρε το νικητήριο γκολ.
    • Κάθε παίκτρια πρέπει να γνωρίζει τους κανόνες του παιχνιδιού.
    2