Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράδοξο (επίθετο) - (παρόμοια:
παράδοση
)
Συνώνυμα
ασυνήθιστο
περίεργο
αντιφατικό
3
Αντώνυμα
λογικό
απλό
αναμενόμενο
3
Ορισμός
Που έρχεται σε αντίθεση με τη κοινή λογική ή τις συνήθεις προσδοκίες.
Που παρουσιάζει αντιφάσεις ή δυσκολίες στην κατανόησή του.
2
Παραδείγματα
Το παράδοξο συμπέρασμα του επιστήμονα προκάλεσε έκπληξη.
Η κατάσταση ήταν τόσο παράδοξη που κανείς δεν μπορούσε να την εξηγήσει.
2