Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράπτωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράνομα
-
παράπονο
)
Συνώνυμα
λάθος
αμάρτημα
σφάλμα
3
Αντώνυμα
ορθότητα
σωστή συμπεριφορά
2
Ορισμός
Μια πράξη ή σκέψη που αποκλίνει από το ηθικό ή θρησκευτικό πρότυπο.
Ένα λάθος ή αδυναμία που μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες.
2
Παραδείγματα
Το ψέμα θεωρείται ένα σοβαρό παράπτωμα σε πολλές θρησκείες.
Η απροσεξία του οδηγού ήταν το παράπτωμα που προκάλεσε το ατύχημα.
2