1. Λέξη
    παράπτωμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράνομα - παράπονο)
  2. Συνώνυμα
    • λάθος
    • αμάρτημα
    • σφάλμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ορθότητα
    • σωστή συμπεριφορά
    2
  4. Ορισμός
    • Μια πράξη ή σκέψη που αποκλίνει από το ηθικό ή θρησκευτικό πρότυπο.
    • Ένα λάθος ή αδυναμία που μπορεί να οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ψέμα θεωρείται ένα σοβαρό παράπτωμα σε πολλές θρησκείες.
    • Η απροσεξία του οδηγού ήταν το παράπτωμα που προκάλεσε το ατύχημα.
    2