Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρέχω (ρήμα) - (παρόμοια:
παρέα
-
παρέμβω
)
Συνώνυμα
προσφέρω
δίνω
εξασφαλίζω
3
Αντώνυμα
αποσύρω
αρνούμαι
στερώ
3
Ορισμός
Προσφέρω ή δίνω κάτι σε κάποιον.
Εξασφαλίζω ή διασφαλίζω την ύπαρξη ή τη διαθεσιμότητα κάτι.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία παρέχει δωρεάν υπηρεσίες στους πελάτες της.
Ο δήμος παρέχει στους πολίτες όλα τα απαραίτητα έγγραφα.
2