1. Λέξη
    παραθυράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παραδάκι)
  2. Συνώνυμα
    • μικρό παράθυρο
    • παραθυράκιο
    • θυρίδα
    3
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλο παράθυρο
    • ανοιχτό χώρο
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό παράθυρο, συνήθως σε σχέση με μεγαλύτερα παράθυρα ή ανοιχτούς χώρους.
    • Θυρίδα ή μικρή οπή που χρησιμοποιείται για φωτισμό ή αερισμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σπίτι είχε ένα μικρό παραθυράκι στην κουζίνα για φυσικό φως.
    • Από το παραθυράκι του υπόγειου δωματίου μπορούσαμε να δούμε λίγο φως.
    2