Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παραθυράκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παραδάκι
)
Συνώνυμα
μικρό παράθυρο
παραθυράκιο
θυρίδα
3
Αντώνυμα
μεγάλο παράθυρο
ανοιχτό χώρο
2
Ορισμός
Μικρό παράθυρο, συνήθως σε σχέση με μεγαλύτερα παράθυρα ή ανοιχτούς χώρους.
Θυρίδα ή μικρή οπή που χρησιμοποιείται για φωτισμό ή αερισμό.
2
Παραδείγματα
Το σπίτι είχε ένα μικρό παραθυράκι στην κουζίνα για φυσικό φως.
Από το παραθυράκι του υπόγειου δωματίου μπορούσαμε να δούμε λίγο φως.
2