Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παρακινδυνευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
παρατημένος
)
Συνώνυμα
τολμηρός
παράτολμος
παράβολος
3
Αντώνυμα
προσεκτικός
συντηρητικός
ασφαλής
3
Ορισμός
που συνεπάγεται μεγάλο κίνδυνο ή που γίνεται χωρίς την απαραίτητη προσοχή
που δείχνει έλλειψη φόβου ή δισταγμού απέναντι στον κίνδυνο
2
Παραδείγματα
Ο παρακινδυνευμένος οδηγός προσπέρασε σε απαγορευμένη ζώνη.
Η παρακινδυνευμένη απόφασή του να αναρριχηθεί χωρίς εργαλεία τον έφερε αντιμέτωπο με τον θάνατο.
2