1. Λέξη
    παρακινδυνευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: παρατημένος)
  2. Συνώνυμα
    • τολμηρός
    • παράτολμος
    • παράβολος
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσεκτικός
    • συντηρητικός
    • ασφαλής
    3
  4. Ορισμός
    • που συνεπάγεται μεγάλο κίνδυνο ή που γίνεται χωρίς την απαραίτητη προσοχή
    • που δείχνει έλλειψη φόβου ή δισταγμού απέναντι στον κίνδυνο
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο παρακινδυνευμένος οδηγός προσπέρασε σε απαγορευμένη ζώνη.
    • Η παρακινδυνευμένη απόφασή του να αναρριχηθεί χωρίς εργαλεία τον έφερε αντιμέτωπο με τον θάνατο.
    2